- προεκκλύζω
- Αξεπλένω κάτι προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω με πλύσιμο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek
προεκκλύσας — προεκκλύσᾱς , προεκκλύζω rinse out first aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)